Ο Διωγμός των Ελλήνων Εθνικών Ιερέων της Αρτέμιδος στην Έφεσο (290 μ.Χ.)

Απομεινάρια Κίονα Από Το Ναό Της Αρτέμιδος Στην Έφεσο, Σιωπηλή Μαρτυρία Του Συστηματικού Διωγμού Εθνικών Στην Ύστερη Αρχαιότητα.
Ο μοναδικός εναπομείναντας αναστηλωμένος κίονας του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο (Σελτσούκ). Φωτογραφία: Ali Gündoğdu/Unsplash. Ο διωγμός εθνικών συνέβαλε καθοριστικά στην παρακμή αυτού του σημαντικότατου θρησκευτικού κέντρου.

Ο διωγμός εθνικών αποτελεί ένα πολυδιάστατο ιστορικό φαινόμενο που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο μετασχηματισμού του ρωμαϊκού κράτους από την παραδοσιακή θρησκευτική πολυφωνία στη χριστιανική μονοφωνία. Η μετάβαση αυτή, που ξεκίνησε συστηματικά από τις αρχές του 4ου αιώνα, χαρακτηρίστηκε από σταδιακή αλλά συστηματική αποδόμηση των δομών της παραδοσιακής ρωμαϊκής θρησκείας. Η περίπτωση των ιερέων της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 290 μ.Χ. αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα των πρώιμων εκδηλώσεων αυτών των διωγμών, προτού θεσμοθετηθούν επίσημα από την κεντρική εξουσία. Η μελέτη αυτών των φαινομένων αναδεικνύει τις πολύπλοκες κοινωνικοπολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στην αντικατάσταση του θρησκευτικού πλουραλισμού από το χριστιανικό μονοθεϊσμό. Οι συστηματικές διώξεις κατά των εθνικών εντάθηκαν κατά τους επόμενους αιώνες, ιδιαίτερα μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου και αποκρυσταλλώθηκαν στα αυστηρά νομοθετήματα των μετέπειτα αυτοκρατόρων που απαγόρευσαν τις παραδοσιακές λατρείες. Ο διωγμός αυτός δεν υπήρξε μόνο θρησκευτικός αλλά συνδέθηκε άρρηκτα με την αναδιάρθρωση των κοινωνικών δομών και την ανακατανομή της εξουσίας στην ύστερη ρωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή περίοδο, καθώς τα ιερατεία των παραδοσιακών θεοτήτων αποτελούσαν σημαντικά κέντρα οικονομικής και πολιτικής ισχύος.

 

Η θεσμική και κοινωνική θέση των εθνικών ιερατείων πριν τους διωγμούς

Το ιερατείο της Αρτέμιδος στην Έφεσο ως κέντρο εξουσίας

Τα εθνικά ιερατεία της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποτελούσαν πολυσύνθετους θεσμούς με βαθιά επιρροή στην κοινωνικοπολιτική διάρθρωση των πόλεων της Μεσογείου. Το ιερατείο της Αρτέμιδος στην Έφεσο συνιστούσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της περίπλοκης διαπλοκής θρησκευτικής, οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στο προχριστιανικό κόσμο. Ο ναός της Αρτέμιδος, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, λειτουργούσε ως το επίκεντρο της αστικής ταυτότητας και οικονομίας της Εφέσου, ενώ το ιερατείο του αποτελούσε παράλληλα τραπεζικό ίδρυμα, διοικητικό κέντρο και φορέα κοινωνικής πρόνοιας.

Η οικονομική ισχύς του ιερατείου βασιζόταν στην εκτεταμένη γαιοκτησία, στα πλούσια αφιερώματα των πιστών και στο προνόμιο της ασυλίας, που καθιστούσε τον ναό ασφαλές καταφύγιο για την αποταμίευση χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων. Η διαχείριση αυτού του πλούτου παρείχε στους ιερείς τη δυνατότητα χρηματοδότησης δημόσιων έργων, διοργάνωσης εορτών και ελέγχου σημαντικού μέρους της τοπικής οικονομίας μέσω δανειοδοτήσεων.

Στο πολιτικό επίπεδο, η επιρροή του ιερατείου εδραζόταν στη συμμετοχή του στη διαμόρφωση αποφάσεων για την πόλη και στη νομιμοποιητική λειτουργία που επιτελούσε για την τοπική αριστοκρατία. Ο αρχιερέας της Αρτέμιδος διέθετε κύρος εφάμιλλο των κορυφαίων πολιτικών αξιωματούχων και λειτουργούσε ως θεματοφύλακας των αρχαίων παραδόσεων και της τοπικής ταυτότητας.

Σε αντίθεση με την μετέπειτα χριστιανική αντίληψη περί διαχωρισμού θρησκείας και πολιτικής, το ιερατείο της Αρτέμιδος αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού συστήματος. Η θρησκευτική και πολιτική εξουσία εκλαμβάνονταν ως αλληλένδετες σφαίρες, με τους ιερείς να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της εύρυθμης λειτουργίας της πόλης.

Η οικονομική και κοινωνική επιρροή των εθνικών ιερέων στην Αυτοκρατορία

Η θέση των εθνικών ιερατείων δεν περιοριζόταν στην άσκηση λατρευτικών καθηκόντων αλλά εκτεινόταν σε ποικίλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Τα ιερατεία συχνά λειτουργούσαν ως εκπαιδευτικοί οργανισμοί, μεταλαμπαδεύοντας γνώσεις φιλοσοφίας, ρητορικής και τεχνών. Παράλληλα, διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην παροχή ιατρικής περίθαλψης μέσω των ασκληπιείων και άλλων θεραπευτικών ιερών.

Αυτό το πολυδιάστατο πλέγμα θεσμικής ισχύος και κοινωνικής επιρροής που είχαν αναπτύξει τα εθνικά ιερατεία αποτέλεσε εν τέλει τόσο το ισχυρό τους έρεισμα όσο και τον λόγο για τον συστηματικό διωγμό τους, καθώς η αποδυνάμωσή τους κρίθηκε απαραίτητη για την εδραίωση του χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας και την αναδιάρθρωση των κοινωνικοπολιτικών δομών της αυτοκρατορίας.

 

Πρώιμα περιστατικά διωγμού εθνικών πριν την επίσημη θεσμοθέτησή τους

Τα γεγονότα του 290 μ.Χ. στην Έφεσο

Τα επεισόδια κατά των ιερέων της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 290 μ.Χ. συνιστούν ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό παράδειγμα των αναδυόμενων εντάσεων στο πολυθρησκευτικό τοπίο της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πριν τη συστηματική θεσμική κατοχύρωση του διωγμού εθνικών. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, η έκρηξη βίας εκδηλώθηκε όταν μια ομάδα χριστιανών, ενθαρρυμένη από την αυξανόμενη επιρροή του χριστιανισμού στις τάξεις της ρωμαϊκής διοίκησης, επιτέθηκε σε μια πομπή προς τιμήν της Αρτέμιδος, καταστρέφοντας ιερά σκεύη και προσβάλλοντας τους ιερείς. Όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Κρεββατάς στη μελέτη του, το ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο ήταν η ανοχή που επέδειξαν οι τοπικές αρχές, προμηνύοντας τη μελλοντική θεσμοθέτηση της μισαλλοδοξίας.

Το περιστατικό αυτό αντικατοπτρίζει τη σταδιακή μεταβολή των συσχετισμών δύναμης εντός της αυτοκρατορίας και προαναγγέλλει την επερχόμενη μεταβολή του νομικού πλαισίου. Η βία κατά των ιερέων της Αρτέμιδος δεν ήταν απλώς μια θρησκευτική διαμάχη αλλά μια έμπρακτη αμφισβήτηση του παραδοσιακού κοινωνικού συμβολαίου που διέπεε τις σχέσεις πολιτείας και θρησκείας.

Η φιλοσοφική διάσταση αυτής της σύγκρουσης ενέχει βαθύτερο ενδιαφέρον. Συνιστά τη σύγκρουση μεταξύ δύο οντολογικά διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων: αφενός του πολυθεϊσμού που αναγνώριζε την πολλαπλότητα των θεϊκών υποστάσεων και επομένως επέτρεπε μια πλουραλιστική προσέγγιση στην αλήθεια, και αφετέρου του μονοθεϊσμού που έθετε ως αξίωμα την αποκλειστικότητα της αλήθειας και την απόρριψη κάθε εναλλακτικής θεώρησης ως πλάνης.

Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και εθνικών

Η περίπτωση της Εφέσου αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου συγκρούσεων που εκδηλώθηκαν στις μεγάλες πόλεις της ανατολικής Μεσογείου κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. Ιδιαίτερα σε κέντρα με ισχυρή παράδοση εθνικών λατρειών, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Αθήνα, η αυξανόμενη παρουσία του χριστιανισμού οδήγησε σε εντάσεις που συχνά εκδηλώνονταν με βίαιες συγκρούσεις.

Η ιδιαιτερότητα αυτών των πρώιμων συγκρούσεων έγκειται στο γεγονός ότι εκδηλώθηκαν σε ένα νομικό πλαίσιο που επίσημα προστάτευε ακόμη τις παραδοσιακές λατρείες. Αποτελούσαν, επομένως, προάγγελο της επερχόμενης μεταβολής του συσχετισμού δυνάμεων, καθώς οι χριστιανικές κοινότητες σταδιακά απέκτησαν την αριθμητική και πολιτική ισχύ να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των εθνικών ιερατείων.

Η αντίδραση των παραδοσιακών θρησκευτικών ελίτ σε αυτή την αμφισβήτηση υπήρξε συχνά αναποτελεσματική, καθώς στηρίχθηκε στην υπόθεση της συνέχισης του status quo, υποτιμώντας τη δυναμική διείσδυσης του χριστιανισμού στα κέντρα εξουσίας της αυτοκρατορίας. Η φιλοσοφική απάντηση του νεοπλατωνισμού, που επιχείρησε να προσφέρει μια συστηματική εναλλακτική στη χριστιανική κοσμοθεωρία, ήρθε πολύ αργά για να ανακόψει την πορεία μετασχηματισμού των κοινωνικοπολιτικών δομών που είχε ήδη δρομολογηθεί.

 

Η θεσμοθέτηση του διωγμού εθνικών επί Κωνσταντίνου και των διαδόχων του

Η νομοθεσία κατά των παραδοσιακών λατρειών

Η μετάβαση από τις μεμονωμένες συγκρούσεις σε μια συστηματική πολιτική διωγμού των εθνικών αποκρυσταλλώνεται στη νομοθετική παραγωγή των αυτοκρατόρων του 4ου αιώνα μ.Χ. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί την αναδιαμόρφωση του νομικού πλαισίου που μετέτρεψε τις παραδοσιακές λατρείες από επίσημα αναγνωρισμένες σε απαγορευμένες πρακτικές. Αυτή η μεταστροφή δεν συνιστά απλώς μια αλλαγή νομοθετικής πολιτικής αλλά αντανακλά τον βαθύτερο μετασχηματισμό της φιλοσοφίας του κράτους σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία και την οντολογική θεμελίωση της εξουσίας.

Το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) αποτέλεσε το πρώτο βήμα αυτής της διαδικασίας, προσφέροντας θρησκευτική ανεκτικότητα στους χριστιανούς. Ωστόσο, η φαινομενική ουδετερότητα της αρχικής Κωνσταντίνειας πολιτικής σύντομα μετεξελίχθηκε σε ενεργό προώθηση του χριστιανισμού και σταδιακό περιορισμό των παραδοσιακών λατρειών. Η νομοθετική διαδικασία προχώρησε σταδιακά, επιτιθέμενη αρχικά στις μαγικές πρακτικές και τη μαντεία, κατηγορίες στις οποίες εύκολα συμπεριλήφθηκαν πολλές παραδοσιακές τελετουργίες.

Η επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας επί Θεοδοσίου Α’ (379-395 μ.Χ.) οδήγησε στην πλήρη απαγόρευση των θυσιών και το κλείσιμο των ναών, με αποκορύφωμα τα διατάγματα του 391-392 μ.Χ. που ποινικοποιούσαν κάθε μορφή δημόσιας έκφρασης των παραδοσιακών λατρειών. Αυτή η νομοθετική επίθεση συνοδεύτηκε από την αναδιανομή των περιουσιακών στοιχείων των ναών και τη σταδιακή αποδυνάμωση της οικονομικής βάσης των εθνικών ιερατείων.

Η αντίδραση του Ιουλιανού και οι συνέπειές της

Η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363 μ.Χ.) συνιστά μια παρένθεση στην πορεία προς τη χριστιανοποίηση του κράτους. Η προσπάθειά του να αναστρέψει την πορεία των εξελίξεων και να αποκαταστήσει τις παραδοσιακές λατρείες αναδεικνύει τις βαθιές εντάσεις που είχαν διαμορφωθεί στο θρησκευτικό τοπίο της αυτοκρατορίας. Η νεοπλατωνική προσέγγιση του Ιουλιανού επιχείρησε να προσδώσει ένα συστηματικό φιλοσοφικό πλαίσιο στον παγανισμό, αναδιαμορφώνοντάς τον ως μια συνεκτική πνευματική εναλλακτική στον χριστιανισμό.

Ωστόσο, η αντίδραση που ακολούθησε τον θάνατο του Ιουλιανού υπήρξε καταλυτική. Οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη απόπειρα αποκατάστασης των παραδοσιακών λατρειών, εντατικοποίησαν τα μέτρα κατά των εθνικών, αντιμετωπίζοντας πλέον κάθε έκφραση παγανισμού ως δυνητική πολιτική υπονόμευση. Η εμπειρία του Ιουλιανού χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο της ανάγκης για αυστηρότερη θρησκευτική ομοιομορφία.

Η φιλοσοφική διάσταση αυτής της σύγκρουσης αντανακλά τη θεμελιώδη αναδιάρθρωση της σχέσης μεταξύ πολιτείας και πολιτών. Η απαίτηση θρησκευτικής ομοιομορφίας συνιστούσε μια ριζική αναθεώρηση του κοινωνικού συμβολαίου που είχε διέπει την πολυθρησκευτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία για αιώνες. Η θρησκευτική ταυτότητα μετατράπηκε σε ουσιώδες στοιχείο της υπηκοότητας, προαναγγέλλοντας τις θεοκρατικές τάσεις του μεσαιωνικού κράτους.

 

Οι επιπτώσεις των διωγμών στην πνευματική και κοινωνική ζωή της Αυτοκρατορίας

Το τέλος των ολυμπιακών αγώνων και των μυστηριακών λατρειών

Η συστηματική θεσμοθέτηση του διωγμού των εθνικών επέφερε καταλυτικές μεταβολές στον πολιτισμικό ιστό της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σηματοδοτώντας το τέλος παραδόσεων χιλιετιών. Η κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ.Χ. αποτελεί ίσως το πλέον εμβληματικό παράδειγμα αυτής της μετάβασης. Ο τελευταίος ολυμπιονίκης, καταγόμενος από το βασιλικό γένος των Αρσακιδών, ήταν ο τελευταίος κρίκος μιας αθλητικής και θρησκευτικής παράδοσης που είχε διατηρηθεί αδιάλειπτα για περισσότερα από χίλια έτη.

Παράλληλα με τους αθλητικούς αγώνες, εξίσου σημαντική υπήρξε η απαγόρευση των μυστηριακών λατρειών που αποτελούσαν τον πνευματικό πυρήνα της αρχαίας θρησκευτικότητας. Τα Ελευσίνια Μυστήρια, που για αιώνες προσέφεραν τη μυητική εμπειρία της επαφής με το θείο και την υπέρβαση του θανάτου, έπαυσαν να τελούνται. Η διακοπή αυτών των τελετουργιών δεν συνιστούσε απλώς την παύση μιας θρησκευτικής πρακτικής αλλά τον τερματισμό ενός ολόκληρου τρόπου πρόσληψης του κόσμου και του επέκεινα.

Η φιλοσοφική σημασία αυτής της μετάβασης είναι καθοριστική: συνιστά τη μετάβαση από μια κοσμοθεωρία που έβλεπε το θείο ως εμμενές στον κόσμο και προσεγγίσιμο μέσω της μυστικής εμπειρίας, σε μια θεώρηση που τοποθετεί το θείο σε απόλυτη υπερβατικότητα, προσεγγίσιμο μόνο μέσω της θεσμοθετημένης εκκλησίας. Η απώλεια αυτής της εμπειριακής διάστασης της θρησκευτικότητας συνιστά μια από τις πλέον δραματικές επιπτώσεις του διωγμού των εθνικών στην πνευματική ιστορία της Δύσης.

Η μετατροπή των ναών και η ανακατανομή της περιουσίας των ιερατείων

Στο υλικό επίπεδο, οι διωγμοί εκδηλώθηκαν με τη συστηματική μετατροπή των ναών σε χριστιανικές εκκλησίες ή την πλήρη καταστροφή τους. Τα μνημειώδη οικοδομήματα που για αιώνες αποτελούσαν τα κέντρα της δημόσιας ζωής και της συλλογικής ταυτότητας των πόλεων μετασχηματίστηκαν ή κατεδαφίστηκαν, σηματοδοτώντας την αλλαγή παραδείγματος στη χρήση του δημόσιου χώρου. Σύμφωνα με την έγκυρη έρευνα του A. H. M. Jones, η θρησκευτική μετάβαση συνδέθηκε άρρηκτα με την ανακατανομή σημαντικών οικονομικών πόρων και την αναδιαμόρφωση των κοινωνικών ιεραρχιών.

Η δήμευση της περιουσίας των ναών, που περιλάμβανε εκτεταμένες γαιοκτησίες, πολύτιμα αναθήματα και σημαντικά χρηματικά αποθέματα, αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας. Αυτοί οι πόροι μεταβιβάστηκαν είτε στην εκκλησία είτε στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, συμβάλλοντας στην εδραίωση των νέων κέντρων εξουσίας. Παράλληλα, η αποδυνάμωση των εθνικών ιερατείων συνοδεύτηκε από την αναδιάρθρωση των κοινωνικών ελίτ, καθώς οι οικογένειες που παραδοσιακά κατείχαν ιερατικά αξιώματα είτε προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα εκχριστιανιζόμενες είτε περιθωριοποιήθηκαν.

Αυτή η οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση αποτελεί μια λιγότερο ορατή αλλά εξίσου καθοριστική διάσταση του διωγμού των εθνικών, αναδεικνύοντας τη στενή διασύνδεση μεταξύ θρησκευτικών μεταβολών και κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών. Η κατάρρευση των παραδοσιακών δομών που επί αιώνες διαμόρφωναν τον κοινωνικό ιστό των πόλεων δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο οργάνωσης της συλλογικής ζωής, στο επίκεντρο του οποίου βρισκόταν πλέον η χριστιανική εκκλησία.

 

Διαφορετικές Ερμηνείες & Κριτική Αποτίμηση

Το φαινόμενο του διωγμού των εθνικών έχει αποτελέσει αντικείμενο ποικίλων ερμηνευτικών προσεγγίσεων στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Ερευνητές όπως ο Peter Brown προσέγγισαν το ζήτημα υπό το πρίσμα της πολιτισμικής ιστορίας, αναδεικνύοντας τους σύνθετους μηχανισμούς διαμόρφωσης της χριστιανικής ταυτότητας μέσω της αντιπαράθεσης με τον “άλλο”. Αντιθέτως, ο Ramsay MacMullen επικεντρώθηκε στη βίαιη διάσταση του εκχριστιανισμού, τονίζοντας τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της μετάβασης. Η Averil Cameron ανέλυσε τον ρητορικό μηχανισμό νομιμοποίησης των διωγμών μέσω της κατασκευής ενός θεολογικού λόγου που ταύτιζε τους εθνικούς με αποκλίνουσες κατηγορίες. Παράλληλα, ο Robin Lane Fox προσέφερε μια πιο νηφάλια προσέγγιση, αναδεικνύοντας τις πολλαπλές εκφάνσεις της συνύπαρξης των δύο θρησκευτικών παραδόσεων, ενώ ο Alan Cameron επικεντρώθηκε στην επιβίωση των κλασικών παραδόσεων υπό νέες μορφές στο πλαίσιο της χριστιανικής αυτοκρατορίας.

Ο διωγμός εθνικών ως αφετηρία πολιτισμικού μετασχηματισμού

Ο διωγμός των εθνικών συνιστά ένα φαινόμενο καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της μετάβασης από την αρχαιότητα στον μεσαίωνα. Η συστηματική αποδόμηση των παραδοσιακών λατρειών δεν αποτέλεσε απλώς μια θρησκευτική μεταβολή αλλά έναν ευρύτερο πολιτισμικό μετασχηματισμό που επανακαθόρισε τη σχέση μεταξύ ατόμου, κοινωνίας και υπερβατικού. Η εξάλειψη της θρησκευτικής πολυφωνίας σηματοδότησε την έναρξη μιας εποχής όπου η αλήθεια αντιμετωπιζόταν ως μονοδιάστατη και αποκλειστική, διαμορφώνοντας έναν νέο τύπο κοινωνίας. Ταυτόχρονα, η διαλεκτική της σύγκρουσης μεταξύ χριστιανισμού και ελληνισμού οδήγησε στη γόνιμη αφομοίωση στοιχείων της αρχαίας παράδοσης, συμβάλλοντας στη γέννηση της ιδιαίτερης συνθετικής ταυτότητας του βυζαντινού πολιτισμού, που παρά τον ξεκάθαρα χριστιανικό του χαρακτήρα, διατήρησε και μετασχημάτισε πτυχές της ελληνικής κληρονομιάς.

 

Βιβλιογραφία

  1. Δημήτρης Κρεββατάς, To Byzantio kai ho diōgmos tu hellēnismu, 2004.
  2. Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Historia tou Hellēnikou ethnous: enchrōmē – eikonographēmenē, 2001.
  3. Χρονικά – Τόμος 29, Τεύχος 207-Τόμος 32, Τεύχος 224, 2007.
  4. Βυζαντινά: Επιστημονικόν Όργανον Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, 2008.
  5. Το Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη – Τεύχος 10, 1996.