Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (1795-1872)

Ο συνθέτης του ελληνικού εθνικού ύμνου

Η Επίσημη Προσωπογραφία Του Νικόλαου Μάντζαρου Με Το Χαρακτηριστικό Ένδυμα Της Εποχής Του Και Το Διαπεραστικό Βλέμμα.
Προσωπογραφία του Νικόλαου Μάντζαρου, έργο του Γ. Καλοσγούρου, που φυλάσσεται στο Δήμο Κέρκυρας. Ο Μάντζαρος, ως μεσολαβητής μεταξύ Ανατολής και Δύσης, διαμόρφωσε τη μουσική συνείδηση του ελληνισμού.

 

Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος υπήρξε εμβληματική μορφή της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και θεμελιωτής της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής. Γεννημένος στην Κέρκυρα το 1795, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών και πολιτισμικών ζυμώσεων, ο Μάντζαρος ανέπτυξε πολυσχιδή μουσική δραστηριότητα ως συνθέτης, θεωρητικός και δάσκαλος. Η μουσική παιδεία που καλλιέργησε στην Κέρκυρα αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη δυτικοευρωπαϊκών επιρροών και ελληνικών στοιχείων, αντανακλώντας την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα των Επτανήσων. Παρότι σήμερα είναι κυρίως γνωστός ως ο συνθέτης του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας, σε μελοποίηση του ποιήματος “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” του Διονυσίου Σολωμού, η συνεισφορά του στην ελληνική μουσική είναι πολύ ευρύτερη. Ο Μάντζαρος ίδρυσε τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, δίδαξε δωρεάν μουσική σε πολλούς νέους, παρήγαγε σημαντικό συνθετικό έργο και συνέβαλε καθοριστικά στην καλλιέργεια της μουσικής παιδείας στον ελληνικό χώρο. Η προσωπικότητα και το έργο του αντικατοπτρίζουν την πολυπλοκότητα της ελληνικής ταυτότητας κατά τον 19ο αιώνα και συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού έως σήμερα (Kardamis).

 

Η ζωή και η καταγωγή του Νικόλαου Μάντζαρου

Η υπαρξιακή πορεία του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου εκτυλίσσεται εντός ενός πολυσύνθετου ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου, όπου η ατομική συνείδηση διαπλέκεται με τις συλλογικές μεταμορφώσεις του ελληνισμού. Η βιογραφική του τροχιά αποτελεί μια βαθιά φιλοσοφική αποτύπωση της ελληνικής ταυτότητας στη μεταιχμιακή της φάση.

Τα πρώτα χρόνια στην Κέρκυρα

Γεννημένος στην Κέρκυρα το 1795, ο Μάντζαρος αναδύθηκε μέσα από την αριστοκρατική οικογένεια των Χαλικιόπουλων, μια διαλεκτική συνθήκη που του προσέφερε προνόμια αλλά και ευθύνες. Το νησιωτικό περιβάλλον της Κέρκυρας, με τις πολιτισμικές του συμφωνίες και αντιθέσεις, αποτέλεσε το θεμελιώδες υπόστρωμα της καλλιτεχνικής του συνείδησης. Η επτανησιακή ταυτότητα, ευρισκόμενη στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, διαμόρφωσε έναν δημιουργό που θα μπορούσε να συνομιλεί με τη δυτική παράδοση ενώ παράλληλα αφουγκραζόταν βαθιά τους παλμούς του ελληνισμού.

Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονται από μια πρώιμη μουσική αφύπνιση. Η έφεσή του στη μουσική εκδηλώθηκε ήδη από νεαρή ηλικία, όταν ξεκίνησε μαθήματα με τον Ιταλό μουσικό Στέφανο Πογιάγκο. Αυτή η συνάντηση με την ιταλική μουσική παράδοση θα αποτελούσε την αρχή μιας βαθιάς διαλεκτικής σχέσης με τις ευρωπαϊκές μουσικές φόρμες που θα διαπερνούσε ολόκληρο το δημιουργικό του έργο (Παλατιανός).

Μουσικές σπουδές και επιρροές

Η πνευματική διαδρομή του Μάντζαρου εμπλουτίστηκε καθοριστικά με τη μετάβασή του στην Ιταλία, όπου μαθήτευσε κοντά σε διακεκριμένους μουσικούς της εποχής του. Η φιλοσοφική βάθυνση της μουσικής του αντίληψης συντελέστηκε στη Νάπολη, όπου από το 1813 έως το 1826 σπούδασε με τους συνθέτες Niccolò Zingarelli και Saverio Mercadante. Εκεί ήρθε σε επαφή με την παράδοση της ναπολιτάνικης σχολής και τις εσωτερικές αναζητήσεις της ιταλικής μουσικής.

Η μουσική του παιδεία, στηριγμένη στις αυστηρές αρχές της κλασικής αρμονίας και αντίστιξης, συμπληρώθηκε με την εξοικείωσή του με το έργο των μεγάλων συνθετών όπως ο Mozart και ο Beethoven. Από αυτή τη γόνιμη σύνθεση διαφορετικών επιρροών αναδύθηκε μια μουσική γλώσσα που, παρότι βασισμένη στη δυτική παράδοση, διατηρούσε μια βαθιά συνομιλία με την ελληνική συνείδηση και ταυτότητα, προοιωνίζοντας έτσι τη μετέπειτα συμβολή του στη διαμόρφωση μιας αυθεντικά ελληνικής μουσικής έκφρασης.

 

Το μουσικό έργο του Μάντζαρου

Το συνθετικό έργο του Νικόλαου Μάντζαρου αποτελεί μια πολυσχιδή καλλιτεχνική έκφραση που αναπτύσσεται σε διαλεκτική σχέση με την ευρωπαϊκή μουσική παράδοση και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Η μουσική δημιουργία του συνιστά ένα πεδίο όπου συναντώνται οι αισθητικές αναζητήσεις μιας εποχής μετάβασης για τον ελληνισμό με τις προσωπικές αναζητήσεις ενός καλλιτέχνη βαθιά συνειδητοποιημένου για τον ιστορικό του ρόλο.

Συνθετικές περίοδοι

Η καλλιτεχνική διαδρομή του Μάντζαρου διακρίνεται σε τρεις κύριες περιόδους, οι οποίες αντανακλούν την προσωπική του ωρίμανση αλλά και τις μεταμορφώσεις της εποχής του. Η πρώτη περίοδος (1815-1827) χαρακτηρίζεται από την αφομοίωση των διδαγμάτων της ιταλικής σχολής, με συνθέσεις που ακολουθούν πιστά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κατά τη δεύτερη περίοδο (1827-1841), παρατηρείται μια σημαντική στροφή προς την αναζήτηση μιας ιδιαίτερης μουσικής γλώσσας που θα μπορούσε να εκφράσει την ελληνική ψυχή, με προεξάρχουσα τη μελοποίηση του “Ύμνου εις την Ελευθερίαν” του Σολωμού. Η τρίτη περίοδος (1841-1872) χαρακτηρίζεται από μια βαθύτερη φιλοσοφική προσέγγιση της μουσικής, με έργα που διαπνέονται από πνευματικότητα και υπερβατικές αναζητήσεις.

Σημαντικές συνθέσεις

Το συνθετικό corpus του Μάντζαρου περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα έργων που καλύπτουν διάφορα είδη και μορφές. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι θρησκευτικές του συνθέσεις, όπως το “Σε υμνούμεν” και άλλα λειτουργικά έργα, όπου η μουσική γίνεται φορέας υπερβατικών νοημάτων και πνευματικών αναζητήσεων. Η μελοποίηση ποιημάτων του Διονυσίου Σολωμού, πέραν του Εθνικού Ύμνου, όπως “Η Ξανθούλα”, “Ο Κρητικός” και “Η Φαρμακωμένη στον Άδη”, αποτελεί ένα κομβικό σημείο στη συνομιλία της ελληνικής ποίησης με τη μουσική.

Εξίσου σημαντικές είναι οι ορχηστρικές του συνθέσεις, όπως οι συμφωνίες και οι οπερατικές εισαγωγές, που αναδεικνύουν τη βαθιά γνώση του των μορφολογικών αρχών της ευρωπαϊκής μουσικής. Αξιοσημείωτη είναι η προσέγγισή του στην έκτη συμφωνία, όπου η φόρμα της οπερατικής εισαγωγής “ιταλικού τύπου” αποκτά μια ιδιαίτερη εκφραστικότητα.

Η συμβολή στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή

Ο Μάντζαρος θεωρείται δικαίως ο θεμελιωτής της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, της πρώτης οργανωμένης έκφρασης της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Η συμβολή του υπερβαίνει το προσωπικό του έργο, καθώς διαμόρφωσε ένα ολόκληρο σύστημα μουσικής σκέψης και πρακτικής που επηρέασε βαθύτατα την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής δημιουργίας. Συνδυάζοντας τις ευρωπαϊκές τεχνικές με τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτισμικού πλαισίου, ο Μάντζαρος δημιούργησε μια διακριτή μουσική παράδοση που λειτούργησε ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ηχητικός καθρέφτης της ιδιαίτερης ταυτότητας του νεότερου ελληνισμού.

 

Ο Εθνικός Ύμνος: Η μελοποίηση του “Ύμνου εις την Ελευθερίαν”

Η μελοποίηση του ποιητικού έργου του Διονυσίου Σολωμού από τον Μάντζαρο συνιστά μια βαθύτατα υπαρξιακή πράξη, όπου η μουσική και ο λόγος συγχωνεύονται σε μια νέα οντολογική ενότητα που υπερβαίνει τα όρια της αισθητικής και αγγίζει τον πυρήνα της συλλογικής συνείδησης. Ο εθνικός ύμνος, ως διαλεκτική συνάντηση δύο μεγάλων δημιουργών, αποκρυσταλλώνει τη στιγμή όπου η ατομική έκφραση μετουσιώνεται σε συλλογικό βίωμα.

Η συνεργασία με τον Διονύσιο Σολωμό

Η συνάντηση του Μάντζαρου με τον Σολωμό, περί το 1823, αποτέλεσε καταλυτικό σημείο τομής για αμφότερους τους δημιουργούς. Ο ποιητής και ο μουσουργός, παρά τις διαφορετικές εκφραστικές τους αφετηρίες, μοιράζονταν ένα κοινό όραμα για την αναγέννηση της ελληνικής πνευματικής δημιουργίας. Η φιλία τους εξελίχθηκε σε μια βαθιά πνευματική συνομιλία που υμνείται μέχρι σήμερα ως παράδειγμα καλλιτεχνικής συνεργασίας.

Ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”, γραμμένος το 1823 από τον Σολωμό ως ποιητική πραγμάτευση της ελληνικής επανάστασης, βρήκε στον Μάντζαρο έναν αναγνώστη ικανό να αφουγκραστεί τους βαθύτερους παλμούς του. Η απόφαση του Μάντζαρου να μελοποιήσει το έργο αυτό αποτελεί μια πράξη βαθιάς ερμηνευτικής προσέγγισης, όπου η μουσική επιχειρεί να συλλάβει και να αποδώσει το μεταφυσικό βάθος του ποιητικού λόγου.

Ιστορία της μελοποίησης

Η πρώτη μελοποίηση του Ύμνου ολοκληρώθηκε το 1829, ακολουθώντας το μοντέλο της ιταλικής cantata, με χορωδία και ορχήστρα. Αυτή η πρώτη εκδοχή, παρότι εντυπωσιακή στη σύλληψή της, παρέμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό. Αργότερα, το 1844, ο Μάντζαρος προχώρησε σε μια δεύτερη, απλούστερη εκδοχή, προσαρμοσμένη για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο, την οποία αφιέρωσε στον βασιλιά Όθωνα. Η τελική μορφή, αυτή που σήμερα αναγνωρίζουμε ως τον Εθνικό Ύμνο, αποτελεί μια ακόμη πιο λιτή και συμπυκνωμένη εκδοχή που περιλαμβάνει μόνο τις πρώτες στροφές του ποιήματος.

Η καθιέρωση ως Εθνικός Ύμνος

Παρά την ευρεία διάδοση και αποδοχή της μελοποίησης του Μάντζαρου, η επίσημη καθιέρωση του έργου ως Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας έγινε μόλις το 1865, επί βασιλείας Γεωργίου Α’. Αυτή η χρονική υστέρηση μεταξύ δημιουργίας και θεσμικής αναγνώρισης αντανακλά την πολύπλοκη σχέση μεταξύ καλλιτεχνικής δημιουργίας και συλλογικής ταυτότητας, αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο ένα έργο τέχνης μετατρέπεται σταδιακά σε σύμβολο εθνικής αυτοσυνειδησίας και συλλογικής μνήμης.

 

Η παιδαγωγική προσφορά του Νικόλαου Μάντζαρου

Η παιδαγωγική διάσταση του έργου του Μάντζαρου συνιστά μια βαθύτατα φιλοσοφική πράξη μετάδοσης γνώσης, μια οντολογική γέφυρα που συνδέει το ατομικό με το συλλογικό, το παρελθόν με το μέλλον. Υπερβαίνοντας τα όρια της απλής τεχνικής καθοδήγησης, ο Μάντζαρος θεμελίωσε μια ολιστική προσέγγιση στη μουσική εκπαίδευση, όπου η παιδαγωγική πράξη αναδεικνύεται σε μέσο διαμόρφωσης συνειδήσεων και μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Η ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας

Η πλέον εμβληματική έκφραση της παιδαγωγικής φιλοσοφίας του Μάντζαρου υπήρξε η συμβολή του στην ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας το 1840. Το εγχείρημα αυτό υπερέβαινε τα στενά όρια ενός μουσικού εκπαιδευτηρίου, αποτελώντας μια πολυδιάστατη ελληνική πολιτιστική εστία που λειτουργούσε ως κόμβος πνευματικής καλλιέργειας και κοινωνικού μετασχηματισμού.

Η απόφαση του Μάντζαρου να διδάσκει δωρεάν στη Φιλαρμονική αντανακλά μια βαθιά δημοκρατική αντίληψη για την παιδεία, που αντιτίθεται στους κοινωνικούς αποκλεισμούς και αναγνωρίζει την καθολική αξία της μουσικής μόρφωσης. Υπερβαίνοντας τις συμβάσεις της εποχής του, ο Μάντζαρος θεμελιώνει μια παιδαγωγική φιλοσοφία που αναγνωρίζει στη μουσική όχι μόνο την αισθητική της αξία αλλά και τη μορφωτική της δύναμη ως μέσο διαμόρφωσης ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων.

Η διδασκαλία του χαρακτηριζόταν από μια διαλεκτική προσέγγιση που συνδύαζε την αυστηρή εκμάθηση των τεχνικών παραμέτρων της ευρωπαϊκής μουσικής με την ευαίσθητη καλλιέργεια μιας ιδιαίτερης εκφραστικότητας που αντανακλούσε την ελληνική ιδιοσυγκρασία. Η παιδαγωγική του μέθοδος, επομένως, λειτουργούσε ως γέφυρα μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων, καλλιεργώντας μια διαλεκτική συνθετική ικανότητα στους μαθητές του.

Μαθητές και μουσική κληρονομιά

Η παιδαγωγική προσφορά του Μάντζαρου είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας γενιάς μουσικών που θα συνέχιζαν και θα εμπλούτιζαν την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής. Σημαντικοί μαθητές του υπήρξαν ο Σπυρίδων Ξύνδας, συνθέτης της πρώτης ελληνικής όπερας “Ο υποψήφιος”, ο Σπύρος Σαμάρας, διεθνώς αναγνωρισμένος συνθέτης, και ο Παύλος Καρρέρ, συνθέτης των οπερών “Μάρκος Μπότσαρης” και “Κυρά Φροσύνη”.

Η επίδραση της διδασκαλίας του Μάντζαρου υπερβαίνει, ωστόσο, τους μεμονωμένους μαθητές του, καθώς διαμόρφωσε μια ολόκληρη μουσική παράδοση που συνεχίζει να επηρεάζει την ελληνική μουσική δημιουργία. Η παιδαγωγική του κληρονομιά έγκειται όχι μόνο στις τεχνικές γνώσεις που μετέδωσε αλλά, κυρίως, στη φιλοσοφική στάση απέναντι στη μουσική ως μέσο έκφρασης της συλλογικής συνείδησης και ως πεδίο διαλόγου μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων.

 

Η κληρονομιά του Μάντζαρου στη σύγχρονη ελληνική μουσική

Η ιστορική παρουσία του Νικόλαου Μάντζαρου υπερβαίνει τα στενά χρονικά όρια της βιολογικής του ύπαρξης, διαχέεται στον χρόνο και μετασχηματίζεται σε διαχρονική πολιτισμική παρακαταθήκη. Η κληρονομιά του δεν περιορίζεται στα μουσικά του έργα αλλά αποτελεί μια πολυδιάστατη συμβολή στη διαμόρφωση της νεοελληνικής μουσικής συνείδησης, μια οντολογική παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο ο ελληνισμός κατανοεί τη σχέση του με τη μουσική δημιουργία.

Επιρροή στους μεταγενέστερους συνθέτες

Η επίδραση του Μάντζαρου στους μεταγενέστερους Έλληνες συνθέτες είναι βαθιά και πολυεπίπεδη, λειτουργώντας άλλοτε ως πρότυπο μίμησης και άλλοτε ως αφετηρία διαλεκτικής υπέρβασης. Η Επτανησιακή Σχολή, που θεμελίωσε, αποτέλεσε την πρώτη συστηματική έκφραση της ελληνικής έντεχνης μουσικής και προσέφερε το απαραίτητο υπόβαθρο για την ανάδυση μεταγενέστερων ρευμάτων όπως η Εθνική Σχολή των αρχών του 20ού αιώνα.

Συνθέτες όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, παρότι ακολούθησαν διαφορετικούς αισθητικούς προσανατολισμούς, αναγνώριζαν στον Χαλικιόπουλο Μάντζαρο τον πρωτοπόρο που άνοιξε τον δρόμο για μια αυθεντικά ελληνική μουσική έκφραση. Η μεθοδολογική του προσέγγιση στον διάλογο μεταξύ ελληνικών στοιχείων και ευρωπαϊκών τεχνικών παρέμεινε επίκαιρη, αποτελώντας σημείο αναφοράς ακόμη και για σύγχρονους συνθέτες που αναζητούν τρόπους σύνθεσης διαφορετικών μουσικών παραδόσεων.

Η επανεκτίμηση του έργου του στη σύγχρονη εποχή

Παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία του, το έργο του Μάντζαρου παρέμεινε για μεγάλο διάστημα εν πολλοίς άγνωστο, περιορισμένο στη συλλογική μνήμη κυρίως μέσω του Εθνικού Ύμνου. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, παρατηρείται μια σημαντική προσπάθεια επανεκτίμησης και επανερμηνείας της συνολικής του συνεισφοράς, με την αρωγή νέων μουσικολογικών ερευνών και την ανακάλυψη άγνωστων έργων του.

Η σύγχρονη μουσικολογική έρευνα έχει αναδείξει την πολυπλοκότητα της μουσικής σκέψης του Μάντζαρου και τον καινοτόμο χαρακτήρα πολλών συνθέσεών του, τοποθετώντας τον σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η ανακάλυψη και η σταδιακή εκτέλεση άγνωστων έργων του, όπως θρησκευτικές συνθέσεις και συμφωνικά έργα, αποκαλύπτει έναν συνθέτη με βαθιά φιλοσοφική σκέψη και εκλεπτυσμένη αισθητική αντίληψη, που υπερβαίνει τα στερεότυπα με τα οποία συχνά έχει συνδεθεί.

 

Διαφορετικές Ερμηνείες & Κριτική Αποτίμηση

Η μουσική προσωπικότητα του Μάντζαρου έχει αποτελέσει πεδίο διαλεκτικής αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών μουσικολογικών προσεγγίσεων. Ο Καρδάμης προσεγγίζει το έργο του ως μια διαρκή διαλεκτική πορεία από το δημοφιλές προς το εσωτερικό, αναδεικνύοντας τη φιλοσοφική εμβάθυνση που χαρακτηρίζει την ωριμότητα του συνθέτη. Αντίθετα, ο Ρωμανού τονίζει την ιδεολογική διάσταση της μουσικής του Μάντζαρου, ερμηνεύοντάς την ως έκφραση των κοινωνικοπολιτικών αναζητήσεων της εποχής του. Ο Αργυρός εστιάζει στον παιδαγωγικό χαρακτήρα της προσφοράς του, ενώ ο Λεωτσάκος αναδεικνύει τις τεχνικές καινοτομίες στις συνθέσεις του. Η Πλυτά προσεγγίζει το έργο του υπό το πρίσμα της διαπολιτισμικότητας, ενώ ο Αναστασιάδης επιχειρεί μια φαινομενολογική ανάγνωση των θρησκευτικών του συνθέσεων. Αυτή η πολυφωνία ερμηνευτικών προσεγγίσεων αναδεικνύει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της μουσικής σκέψης του Μάντζαρου.

Η διαχρονική αξία του έργου του Μάντζαρου

Ο Νικόλαος Μάντζαρος , διαγράφοντας μια πορεία βαθιά συνυφασμένη με τις μεταμορφώσεις της ελληνικής συνείδησης, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα έργο που υπερβαίνει τα χρονικά όρια της εποχής του. Η συνθετική του γλώσσα, συνδιαλεγόμενη διαλεκτικά με τις παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης, αποτύπωσε μουσικά την οντολογική αμφισημία του νεότερου ελληνισμού. Η παιδαγωγική του φιλοσοφία, βαθιά δημοκρατική και οραματική, διαμόρφωσε γενιές μουσικών που συνέχισαν την αναζήτηση μιας αυθεντικής ελληνικής μουσικής έκφρασης. Μέσα από τον Εθνικό Ύμνο, το πνεύμα του Μάντζαρου συνεχίζει να αντηχεί ως σύμβολο συλλογικής ταυτότητας και ιστορικής μνήμης, υπενθυμίζοντας τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης στη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης.

 

Βιβλιογραφία

  • Αργυρός, Α.Π. ΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. 2021.
  • Kardamis, K. (2011). ‘From Popular to Esoteric: Nikolaos Mantzaros and the Development of his Career as a Composer’. Nineteenth-Century Music Review. Cambridge.org.
  • Μάντζαρος, Ν. ‘Συμφωνία αριθμός 6’. trumpet.di.ionio.gr.
  • Παλατιανός, Ε., Μάντζαρος, Ν. (1834). ‘Σε υμνούμεν’. Κέρκυρα. trumpet.di.ionio.gr.
  • “Ο Άγνωστος Μάντζαρος.” users.ionio.gr.
  • ERT.GR. 2022. “Νικόλαος Μάντζαρος – 12 Απριλίου 1872.” April 12.