Τίτλος: Θαύμα του Αγίου Λουκιανού
Καλλιτέχνης: Κωνσταντίνος Κονταρίνης
Είδος: Θρησκευτική Ζωγραφική
Χρονολογία: 1708
Διαστάσεις: 41,5 x 52,5 εκ.
Τοποθεσία: Μητροπολιτικός Ναός Υπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιώτισσας, Κέρκυρα
Το θαύμα Αγίου Λουκιανού αποτελεί ένα αξιοσημείωτο έργο του Κερκυραίου ζωγράφου Κωνσταντίνου Κονταρίνη, φιλοτεχνημένο το 1708. Απεικονίζει τη θαυματουργή διάσωση του μικρού Σπυρίδωνος Βούλγαρη, ο οποίος έπεσε από το παράθυρο του σπιτιού του στις 15 Οκτωβρίου 1708, ημέρα μνήμης του Αγίου Λουκιανού. Η σωτηρία του παιδιού αποδόθηκε σε παρέμβαση του Αγίου, στον οποίο και αφιερώθηκε η εικόνα. Το έργο, διαστάσεων 41,5 x 52,5 εκ., βρίσκεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιώτισσας στην Κέρκυρα.
Η εικόνα εντάσσεται σε μια ευρύτερη κατηγορία έργων τέχνης, τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στον Ελλαδικό χώρο, τα οποία δημιουργούνται κατά τον 17ο και 18ο αιώνα ως αναμνηστικά θαυματουργών επεμβάσεων και διασώσεων. Σε αυτά τα έργα, συνήθως απεικονίζεται το γεγονός που οδήγησε στην ανάθεση της εικόνας, καθώς και ο Άγιος ή οι Άγιοι στους οποίους αποδόθηκε η σωτηρία. Ο Κονταρίνης, ακολουθώντας τα βήματα του προγενέστερου ζωγράφου Τζάνε, αποδίδει με ρεαλισμό και λεπτομέρεια την ενδυμασία και την αρχιτεκτονική της εποχής. Η «δεκάς ἡρωϊκή», ένα επεξηγηματικό κείμενο σε ομηρική γλώσσα που περιγράφει το γεγονός, καταδεικνύει την ελληνομάθεια των λογίων της Κέρκυρας. Η στροφή αυτή προς τη δυτική τεχνοτροπία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της Επτανησιακής Σχολής, η οποία διαμόρφωσε τη μεταβυζαντινή ζωγραφική (Μανώλη).
Ο Κωνσταντίνος Κονταρίνης και η καλλιτεχνική παράδοση της Κέρκυρας
Ο Κωνσταντίνος Κονταρίνης, ενεργός κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, υπήρξε ένας από τους πλέον παραγωγικούς ζωγράφους της Κέρκυρας, αφήνοντας πίσω του ένα σημαντικό σώμα έργων που αντικατοπτρίζουν τις καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής του. Η Κέρκυρα, όντας υπό Ενετική κυριαρχία για αιώνες, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα, η οποία επηρέασε βαθύτατα και την τέχνη. Η ζωγραφική της περιόδου αυτής χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αφομοίωση στοιχείων της δυτικής τέχνης, κυρίως της ιταλικής, διατηρώντας παράλληλα στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης. Αυτή η συνύπαρξη ανατολικών και δυτικών επιρροών είναι εμφανής στο έργο του Κονταρίνη, ο οποίος φαίνεται να ακολουθεί τα καλλιτεχνικά ρεύματα που είχαν ήδη διαμορφωθεί από προγενέστερους Κερκυραίους ζωγράφους, όπως ο Εμμανουήλ Τζάνες.
Η επίδραση του Τζάνε στον Κονταρίνη είναι εμφανής, τόσο στην τεχνοτροπία όσο και στην εικονογραφία. Ο Κονταρίνης, όπως και άλλοι Επτανήσιοι ζωγράφοι, υιοθέτησε τη χρήση της ελαιογραφίας και ακολούθησε τα πρότυπα της δυτικής ζωγραφικής ως προς την απόδοση της προοπτικής, του φωτός και της σκιάς, αλλά και της ανθρώπινης μορφής. Η στροφή προς τη δυτικότροπη τεχνοτροπία, με την εγκατάλειψη της βυζαντινής τεχνοτροπίας της αυγοτέμπερας, αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της εξέλιξης της ζωγραφικής στα Επτάνησα, με την Επτανησιακή Ζωγραφική να αναπτύσσεται ως μια τέχνη με ξεχωριστή ταυτότητα (Μελέντη). Η αλλαγή αυτή δεν ήταν απλώς τεχνική, αλλά αντανακλούσε μια ευρύτερη πολιτισμική μετατόπιση, καθώς τα Επτάνησα βρίσκονταν σε συνεχή διάλογο με τη Δύση. Ενώ η βυζαντινή παράδοση παρέμενε ισχυρή, οι καλλιτέχνες άρχισαν να ενσωματώνουν στοιχεία από τη δυτική αναγεννησιακή και μπαρόκ ζωγραφική, δημιουργώντας ένα υβριδικό ύφος.
Ο Κονταρίνης, μέσα από το έργο του, αποτυπώνει αυτήν ακριβώς τη μετάβαση. Ενώ η θεματολογία του παραμένει σε μεγάλο βαθμό θρησκευτική, η απόδοση των μορφών και του χώρου φανερώνει την εξοικείωσή του με τα δυτικά πρότυπα. Η ακρίβεια στην απόδοση των ενδυμάτων και των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών, όπως φαίνεται στο “Θαύμα του Αγίου Λουκιανού”, υποδηλώνει μια προσπάθεια ρεαλιστικής απεικόνισης, που διαφοροποιείται από την πιο αφαιρετική και συμβολική προσέγγιση της βυζαντινής τέχνης. Παράλληλα η χρήση του φωτός διαμορφώνει την ατμόσφαιρα.
Περιγραφή και ανάλυση του έργου: Θαύμα Αγίου Λουκιανού
Η εικόνα του Κωνσταντίνου Κονταρίνη, Θαύμα Αγίου Λουκιανού, παρουσιάζει μια σύνθετη αφήγηση, συνδυάζοντας στοιχεία θρησκευτικής ευλάβειας και ρεαλιστικής απεικόνισης. Το έργο χωρίζεται οπτικά σε δύο κύρια τμήματα. Στο αριστερό τμήμα, δεσπόζει η μορφή του Αγίου Λουκιανού, ο οποίος απεικονίζεται όρθιος, με αρχιερατική στολή, να ευλογεί με το δεξί του χέρι. Η στάση του σώματός του και η έκφραση του προσώπου του αποπνέουν γαλήνη και πνευματική δύναμη. Η ενδυμασία του, με τις πλούσιες πτυχώσεις και τις διακοσμητικές λεπτομέρειες, αποδίδεται με ιδιαίτερη προσοχή, τονίζοντας τον ιερατικό του ρόλο.
Στο δεξιό τμήμα της εικόνας, εκτυλίσσεται η σκηνή του θαύματος. Ένα πολυώροφο κτήριο, πιθανότατα η οικία του Σπυρίδωνος Βούλγαρη, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης. Η αρχιτεκτονική του κτηρίου αποδίδεται με ρεαλισμό, με έμφαση στις λεπτομέρειες, όπως τα παράθυρα, τις πόρτες και τις καπνοδόχους. Από ένα ανοιχτό παράθυρο στον πρώτο όροφο, διακρίνεται η μορφή ενός παιδιού, του μικρού Σπυρίδωνος, να πέφτει στο κενό. Κάτω από το κτήριο, σε ένα βραχώδες τοπίο, γονατιστός ο Σπυρίδων Βούλγαρης, ευχαριστεί τον Άγιο για τη σωτηρία του γιου του, πρεσβείες του Αγίου.
Η σύνθεση του έργου είναι ισορροπημένη, με τον Άγιο Λουκιανό να λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ του ουράνιου και του επίγειου κόσμου. Ο Κονταρίνης χρησιμοποιεί τη χρωματική παλέτα με δεξιοτεχνία, δημιουργώντας αντιθέσεις μεταξύ των φωτεινών και των σκούρων τόνων, που ενισχύουν τη δραματικότητα της σκηνής. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την παραδοσιακή βυζαντινή εικονογραφία, όπου ο Άγιος συνήθως απεικονίζεται μετωπικά και σε μεγαλύτερη κλίμακα, στο έργο αυτό ο Άγιος Λουκιανός καταλαμβάνει μικρότερο χώρο και η σκηνή του θαύματος αποκτά μεγαλύτερη έμφαση. Αυτή η αλλαγή στην ιεράρχηση των στοιχείων υποδηλώνει μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το καθαρά θρησκευτικό στοιχείο στην αφήγηση του θαυμαστού γεγονότος, τονίζοντας ότι η Χριστιανική ζωγραφική της εποχής, αποκτά στοιχεία ρεαλισμού, διαφοροποιούμενη από παλαιότερες τεχνοτροπίες (Soldatos).
Η απεικόνιση του κτηρίου και της ενδυμασίας με ακρίβεια και γραφικές λεπτομέρειες προσδίδει στο έργο μια αίσθηση αληθοφάνειας και ιστορικής τεκμηρίωσης. Ο θεατής καλείται να γίνει μάρτυρας ενός πραγματικού γεγονότος, που συνέβη στην Κέρκυρα του 18ου αιώνα. Η εικόνα, επομένως, δεν λειτουργεί μόνο ως θρησκευτικό αντικείμενο λατρείας, αλλά και ως ιστορική μαρτυρία, καταγράφοντας μια σημαντική στιγμή για την τοπική κοινωνία. Η προσεκτική απόδοση των λεπτομερειών, σε συνδυασμό με τη ρεαλιστική απεικόνιση των μορφών, καθιστούν το έργο ένα πολύτιμο τεκμήριο για τη μελέτη της καθημερινής ζωής και της κοινωνίας της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Η «δεκάς ἡρωϊκή» και η σημασία της
Στο κάτω δεξιό τμήμα της εικόνας, πλαισιωμένο, βρίσκεται ένα κείμενο σε ομηρική γλώσσα, η λεγόμενη «δεκάς ἡρωϊκή». Το κείμενο αυτό αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του έργου, προσφέροντας μια ποιητική περιγραφή του θαύματος και ενισχύοντας την αφηγηματική διάσταση της εικόνας. Η χρήση της ομηρικής γλώσσας, μιας αρχαΐζουσας μορφής της ελληνικής, δεν είναι τυχαία. Αντανακλά την ευρύτερη πνευματική ατμόσφαιρα της Κέρκυρας του 18ου αιώνα, όπου η ελληνομάθεια και η καλλιέργεια των κλασικών γραμμάτων αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο της παιδείας των λογίων και των αριστοκρατικών κύκλων, χαρακτηριστικό της Κερκυραϊκής ζωγραφικής (Μελέντη). Η επιλογή αυτή προσδίδει στο έργο έναν χαρακτήρα επισημότητας και διαχρονικότητας, συνδέοντας το θαύμα του Αγίου Λουκιανού με την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά του ελληνισμού.
Η «δεκάς ἡρωϊκή» δεν περιορίζεται απλώς στην περιγραφή του γεγονότος. Λειτουργεί και ως υμνητικό κείμενο, εξαίροντας την αρετή και τη δύναμη του Αγίου Λουκιανού. Η χρήση ποιητικού λόγου, με τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις, ενισχύει τον συναισθηματικό αντίκτυπο του θαύματος στον θεατή. Το κείμενο, επομένως, δεν αποτελεί απλώς μια επεξήγηση της εικόνας, αλλά ένα αυτόνομο λογοτεχνικό έργο, που συμπληρώνει και εμπλουτίζει την οπτική αφήγηση. Η συνύπαρξη εικόνας και κειμένου ήταν μια συνήθης πρακτική στη θρησκευτική τέχνη, τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Στην περίπτωση της εικόνας του Κονταρίνη, η «δεκάς ἡρωϊκή» ενισχύει τον διδακτικό και κατηχητικό χαρακτήρα του έργου, καθιστώντας το μήνυμα του θαύματος πιο άμεσο και κατανοητό στους πιστούς.
Η παρουσία του κειμένου αυτού αποτελεί επίσης μια σημαντική μαρτυρία για την πνευματική ζωή της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Φανερώνει την ύπαρξη ενός λογίου κύκλου, ο οποίος ήταν εξοικειωμένος με την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία. Η ικανότητα σύνθεσης ενός κειμένου σε ομηρική γλώσσα υποδηλώνει υψηλό επίπεδο γλωσσικής και φιλολογικής κατάρτισης. Είναι πιθανό ότι ο συγγραφέας της «δεκάδος ἡρωϊκής» ανήκε σε αυτόν τον κύκλο των λογίων, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας της Κέρκυρας.
Η Επτανησιακή Σχολή και η επιρροή της Δύσης
Το έργο του Κωνσταντίνου Κονταρίνη, όπως και γενικότερα η καλλιτεχνική παραγωγή της Κέρκυρας του 18ου αιώνα, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της Επτανησιακής Σχολής. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη ζωγραφική που αναπτύχθηκε στα Ιόνια νησιά κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (14ος-18ος αιώνας), και η οποία χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή απομάκρυνση από τη βυζαντινή παράδοση και την υιοθέτηση στοιχείων της δυτικής, κυρίως ιταλικής, τέχνης. Η Επτανησιακή Σχολή δεν αποτελεί μια ομοιογενή καλλιτεχνική κίνηση, αλλά μάλλον ένα σύνολο τάσεων και επιρροών, που διαμορφώθηκαν μέσα από τις ιδιαίτερες ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες των Ιονίων νήσων.
Η γεωγραφική θέση των Επτανήσων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, λειτούργησε ως γέφυρα για την ανταλλαγή ιδεών και καλλιτεχνικών ρευμάτων. Η μακρόχρονη Ενετική κυριαρχία έφερε τα νησιά σε άμεση επαφή με τον ιταλικό πολιτισμό, επηρεάζοντας σημαντικά την τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη γλώσσα και τα έθιμα. Οι Επτανήσιοι ζωγράφοι είχαν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με έργα Ιταλών καλλιτεχνών, να εκπαιδευτούν σε ιταλικά εργαστήρια και να αφομοιώσουν τις τεχνικές και τις αισθητικές αρχές της δυτικής τέχνης. Ωστόσο, η βυζαντινή παράδοση δεν εξαλείφθηκε πλήρως. Συνέχισε να ασκεί επίδραση, ιδιαίτερα στη θρησκευτική ζωγραφική, δημιουργώντας ένα υβριδικό ύφος, που συνδύαζε στοιχεία και από τις δύο παραδόσεις.
Οι αλλαγές αυτές αφορούσαν τόσο στην τεχνική (χρήση ελαιοχρωμάτων αντί της αυγοτέμπερας), όσο και στην αισθητική (φυσιοκρατικότερη απόδοση των μορφών, χρήση της προοπτικής, έμφαση στο φως και τη σκιά). Οι ζωγράφοι άρχισαν να υπογράφουν τα έργα τους, αποκτώντας ατομική καλλιτεχνική ταυτότητα, σε αντίθεση με την ανωνυμία που επικρατούσε στη βυζαντινή αγιογραφία. Ένα βασικό θέμα της Επτανησιακής Σχολής ζωγραφικής, είναι η αναθεώρηση και επανερμηνεία, υπό το πρίσμα τον νέων τεχνοτροπιών (Καρκαζής).
Η στροφή προς τη Δύση δεν ήταν μια απλή μίμηση, αλλά μια δημιουργική διαδικασία αφομοίωσης και προσαρμογής. Οι Επτανήσιοι ζωγράφοι δεν αντέγραψαν απλώς τα δυτικά πρότυπα, αλλά τα προσάρμοσαν στις δικές τους ανάγκες και αισθητικές προτιμήσεις. Δημιούργησαν ένα ξεχωριστό ύφος, που αντανακλούσε την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα των Ιονίων νήσων. Η Επτανησιακή Σχολή αποτέλεσε έναν σημαντικό κρίκο στη μετάβαση από τη βυζαντινή στη νεοελληνική τέχνη, προετοιμάζοντας το έδαφος για την ανάπτυξη της κοσμικής ζωγραφικής τον 19ο αιώνα.
Συμβολισμοί και ερμηνείες του θαύματος
Το “Θαύμα του Αγίου Λουκιανού” του Κωνσταντίνου Κονταρίνη, πέρα από την αισθητική του αξία και την ιστορική του τεκμηρίωση, προσφέρει ένα πλούσιο πεδίο για συμβολική ερμηνεία. Η πτώση του παιδιού από το παράθυρο και η θαυματουργή διάσωσή του μπορούν να ερμηνευθούν σε πολλαπλά επίπεδα, υπερβαίνοντας την κυριολεκτική αφήγηση του γεγονότος. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η εικόνα λειτουργεί ως οπτική αναπαράσταση της θείας πρόνοιας και της δύναμης της πίστης. Η πτώση του παιδιού συμβολίζει τον κίνδυνο και την ευαλωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ η παρέμβαση του Αγίου Λουκιανού αντιπροσωπεύει τη θεϊκή προστασία και τη σωτηρία. Η εικόνα, επομένως, ενισχύει το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών, υπενθυμίζοντάς τους τη δυνατότητα της θεϊκής παρέμβασης στις δυσκολίες της ζωής.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η πτώση μπορεί να ερμηνευθεί ως αλληγορία της πτώσης του ανθρώπου από την κατάσταση της χάριτος, ενώ η διάσωση συμβολίζει τη δυνατότητα της λύτρωσης και της επιστροφής στην αγκαλιά του θείου. Η εικόνα, με αυτή την έννοια, αποκτά έναν οικουμενικό χαρακτήρα, αγγίζοντας θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η αμαρτία, η μετάνοια και η σωτηρία. Η γονατιστή στάση του Σπυρίδωνος Βούλγαρη, που ευχαριστεί τον Άγιο, υποδηλώνει την ταπεινοφροσύνη και την ευγνωμοσύνη του ανθρώπου απέναντι στη θεία χάρη. Η στάση αυτή αποτελεί πρότυπο συμπεριφοράς για τους πιστούς, προτρέποντάς τους να αναγνωρίζουν τη βοήθεια του Θεού στη ζωή τους και να εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους. Η μεταβυζαντινή ζωγραφική συχνά χρησιμοποιεί τέτοιου είδους συμβολισμούς για να διδάξει και να εμπνεύσει (Kouloumpi, et al.).
Η αρχιτεκτονική απεικόνιση του κτηρίου, με τα πολλά παράθυρα, μπορεί επίσης να ερμηνευθεί συμβολικά. Τα παράθυρα, ως ανοίγματα προς τον έξω κόσμο, μπορούν να συμβολίζουν τις ευκαιρίες αλλά και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στη ζωή του. Η πτώση από το παράθυρο υπογραμμίζει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης κατάστασης και την ανάγκη για προστασία. Η επιλογή του Κονταρίνη να απεικονίσει ένα πολυώροφο κτήριο, πιθανότατα ένα αρχοντικό της εποχής, μπορεί να υποδηλώνει την κοινωνική θέση της οικογένειας Βούλγαρη, αλλά και να ενισχύει τη δραματικότητα της σκηνής, καθώς η πτώση από μεγάλο ύψος αυξάνει τον κίνδυνο.
Το Διαχρονικό Μήνυμα του Θαύματος του Αγίου Λουκιανού
Το έργο του Κωνσταντίνου Κονταρίνη, “Θαύμα του Αγίου Λουκιανού”, δεν αποτελεί απλώς μια καλλιτεχνική απεικόνιση ενός τοπικού θρησκευτικού γεγονότος, αλλά ένα παράθυρο στην τέχνη, την κοινωνία και την πνευματικότητα της Κέρκυρας του 18ου αιώνα. Μέσα από την προσεκτική ανάλυση της σύνθεσης, της τεχνοτροπίας και της εικονογραφίας, αναδεικνύεται η σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ της βυζαντινής παράδοσης και των δυτικών επιρροών, που διαμόρφωσαν την Επτανησιακή Σχολή. Η εικόνα, φιλοτεχνημένη το 1708, αποτυπώνει τη διάσωση του Σπυρίδωνος Βούλγαρη, ο οποίος γλίτωσε, πέφτοντας από το παράθυρο, χάρις στη πρεσβεία του Αγίου.
Η αριστοτεχνική χρήση του χρώματος, η ρεαλιστική απόδοση των μορφών και η ενσωμάτωση της “δεκάδος ἡρωϊκής”, ενός κειμένου σε ομηρική γλώσσα, καταδεικνύουν την καλλιτεχνική ωριμότητα του Κονταρίνη και την πνευματική άνθηση της εποχής. Το έργο, πέρα από την αισθητική του αξία, λειτουργεί ως ιστορικό τεκμήριο, καταγράφοντας την καθημερινή ζωή, την αρχιτεκτονική και τις ενδυματολογικές συνήθειες της εποχής. Ταυτόχρονα, η εικόνα προσφέρει ένα πλούσιο πεδίο για συμβολική ερμηνεία, αγγίζοντας οικουμενικά θέματα, όπως η ανθρώπινη ευαλωτότητα, η θεία πρόνοια και η δύναμη της πίστης.
Το “Θαύμα του Αγίου Λουκιανού” παραμένει μέχρι σήμερα ένα σημαντικό έργο τέχνης, που εκτίθεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιώτισσας στην Κέρκυρα. Η διαχρονική του αξία έγκειται όχι μόνο στην καλλιτεχνική του αρτιότητα, αλλά και στην ικανότητά του να επικοινωνεί διαχρονικά μηνύματα ελπίδας, πίστης και ευγνωμοσύνης. Η προσεκτική μελέτη του έργου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά των Επτανήσων και τη θέση της Επτανησιακής Σχολής στην εξέλιξη της νεοελληνικής τέχνης.
Βιβλιογραφία
- Καρκαζής, Μ.. Η Επτανησιακή Σχολή ζωγραφικής: αναθεώρηση. 2005.
- Kouloumpi, E., P. Vandenabeele, και G. Lawson. “Analysis of post-Byzantine icons from the Church of the Assumption in Cephalonia, Ionian Islands, Greece: A multi-method approach.” Analytica chimica acta 593.1-2 (2007): 146-155.
- Μανώλη, Δ.. Συνέχειες και ασυνέχειες στη μεταβυζαντινή ζωγραφική του 18ου αιώνα.
- Μελέντη, Μ.. Προσθήκες στο λεξικό των Ελλήνων Ζωγράφων μετά την Άλωση (1450-1830)-Ζωγράφοι εικόνων και ζωγραφική τέχνη στην Κέρκυρα, στις αρχές του 19ου αιώνα. Peri Istorias, 2001.
- Μελέντη, Μ.. Παρατηρήσεις στην ζωγραφική παράδοση της Κέρκυρας τον 18ο αιώνα: Η καλλιτεχνική «συνομιλία» των ζωγράφων της διασποράς. Peri Istorias, 2003.
- Soldatos, C.. Χριστιανικη ζωγραφικη: η Μεταβυζαντινη και Επτανησιακη τεχνη στισ εκκλησιεσ και τα μοναστηρια τησ Λευκαδασ (15οσ-20οσ αι.).